- ξενοπαθώ
- ξενοπαθῶ, -έω (Α)ενοχλούμαι από κάτι παράξενο και ασυνήθιστο («ὥσπερ οἱ πῶλοι τοὺς συνήθεις ἐπιβάτας ποθοῡντες, ἐὰν ἄλλον φέρωσι, πτύρονται και ξενοπαθοῡσι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παθῶ (< -παθής < πάθος), πρβλ. δεινο-παθώ].
Dictionary of Greek. 2013.